- Κενταυρίδης
- Κενταυρ-ίδης, ου, ὁ,A sprung from Centaurs, ἵππος K. a Thessalian horse, Id.Ind.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κενταυρίδης — Κενταυρίδης, ὁ (Α) [κένταυρος] αυτός που κατάγεται από τους κενταύρους … Dictionary of Greek
Κενταυρίδαι — Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc nom/voc pl Κενταυρίδᾱͅ , Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταυρίδην — Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταυρίδα — Κενταυρίδᾱ , Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc nom/voc/acc dual Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc voc sg Κενταυρίδᾱ , Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc gen sg (doric aeolic) Κενταυρίδης sprung from Centaurs masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek